διώμα

διώμα
το (Μ διῶμα)
1. αρχοντική εμφάνιση, καμάρι
2. παράστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ιδίωμα, με σίγηση του αρχικού -ι-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διώμα — το ωραία εξωτερική όψη και εμφάνιση, ομορφιά: Είναι γυναίκα με ιδιαίτερο διώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διωματεύομαι — [διώμα] (για γυναίκα) καμαρώνω, κάνω νάζια …   Dictionary of Greek

  • διωματάρης — ρα και ρούσα [διώμα] 1. αυτός που έχει διώμα, ωραίο παράστημα 2. (για γυναίκα) φιλάρεσκη, ναζιάρα …   Dictionary of Greek

  • ερωτοδιωματάρης — άρα και άρισσα, άρικο ωραίος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + διωματάρης (< διώμα) «κομμός, χαριτωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ευμορφοδιωματούσα — εὐμορφοδιωματοῡσα και ὀμορφοδιωματοῡσα, ἡ (Μ) αυτή που έχει ωραίο παράστημα, η λυγερόκορμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < εύμορφος + διωματούσα (< διώμα «καλή εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά») + κατάλ. ούσα] …   Dictionary of Greek

  • μυριοχαίρομαι — χαίρομαι, καμαρώνω κάποιον πάρα πολύ («πάσι με ζάλα μετρητά, με διώμα επορπατούσαν κι όλοι τούς μυριοχαίρονταν εκεί που τούς θωρούσαν», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + χαίρομαι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”